Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η εξαμηνιαία έκθεση οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για το Α΄ εξάμηνο του 2024, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. Μερικές διαπιστώσεις μου παρατίθενται παρακάτω.
Η πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά 14,3 μονάδες, φτάνοντας στις 49,6 μονάδες, αντικατοπτρίζει την έντονη αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτή η πτώση οφείλεται κυρίως στην επίμονη πληθωριστική κρίση, που διατηρεί το κόστος σε υψηλά επίπεδα, αλλά και στις αλλαγές στη φορολόγηση των ατομικών επιχειρήσεων, που επηρεάζουν την οικονομική τους δυνατότητα να επιβιώσουν. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η μείωση του κύκλου εργασιών για το 46,2% των επιχειρήσεων, με μόλις το 20,5% να αναφέρει αύξηση. Ιδιαίτερα ο τομέας του εμπορίου έχει πληγεί περισσότερο, με το 57,9% των επιχειρήσεων να δηλώνει πτώση στον κύκλο εργασιών τους.
Η διαρκής οικονομική πίεση και η εξασθένηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών φαίνεται να περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αυξήσουν τα έσοδά τους. Η έλλειψη ρευστότητας είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις. Περισσότερο από το 55,9% ανέφερε μείωση της ρευστότητας, με το 29,6% να μην έχει καθόλου διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτό το γεγονός αποκαλύπτει το διαχρονικό πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση, καθώς οι μικρές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να αντλήσουν κεφάλαια για τις καθημερινές τους ανάγκες ή για επενδύσεις.
Επιπλέον, το 29% των επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, ενώ σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης εντοπίζονται κυρίως στις επιχειρήσεις εστίασης και εκείνες που λειτουργούν χωρίς προσωπικό. Η υπερβολική συσσώρευση χρεών αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στη βιωσιμότητά τους, καθώς τις καθιστά λιγότερο ευέλικτες και ικανές να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η μείωση της ζήτησης είναι ακόμη μια αρνητική εξέλιξη, με το 45,7% των επιχειρήσεων να αναφέρει πτώση στη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, επιδεινώνοντας έτσι την οικονομική τους κατάσταση. Το πλήγμα είναι πιο έντονο στον τομέα του εμπορίου, όπου το 58,9% των επιχειρήσεων δηλώνει μείωση της ζήτησης, γεγονός που αντικατοπτρίζει την πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και την περιορισμένη αγοραστική δύναμη του κοινού.
Ταυτόχρονα, το λειτουργικό κόστος συνεχίζει να αυξάνεται, με σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (89,8%) να αναφέρουν αύξηση. Το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4% από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία των επιχειρήσεων και περιορίζει την κερδοφορία τους.
Αυτά τα αρνητικά σημεία δείχνουν ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, τόσο από εξωτερικούς παράγοντες (όπως ο πληθωρισμός και η κρίση ακρίβειας) όσο και από εσωτερικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή ρευστότητα και η δυσκολία στη χρηματοδότηση.
Προτάσεις
Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα που μπορούν να στηρίξουν τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η νέα τεκμαρτή φορολόγηση των ατομικών επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει μια δυσανάλογη επιβάρυνση, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη διαχείριση των οικονομικών τους. Μια πιο δίκαιη και ευέλικτη φορολογική πολιτική, που θα λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά κέρδη και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, μπορεί να βελτιώσει την ρευστότητά τους και να τους δώσει το απαραίτητο περιθώριο να αναπτυχθούν.
Επιπλέον, η παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων για επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνολογία, η καινοτομία και η πράσινη ανάπτυξη, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ισχυρό μοχλό για τον εκσυγχρονισμό των μικρών επιχειρήσεων, δημιουργώντας κίνητρα για να αναβαθμίσουν τις υποδομές και τις διαδικασίες τους.
Παράλληλα, η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων. Η ενίσχυση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ και άλλων ευρωπαϊκών ή κρατικών χρηματοδοτικών εργαλείων μπορεί να προσφέρει τα απαραίτητα κεφάλαια που θα δώσουν ώθηση στις επιχειρήσεις να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. Μέσα από τέτοια προγράμματα, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια για νέες τεχνολογίες, εξοπλισμό ή καινοτόμες λύσεις, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά τους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Παράλληλα, η στήριξη στη μεταφορά και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, μέσω προγραμμάτων επιδότησης, μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητά τους.
Με την ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές τους λειτουργίες, οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες τάσεις και να παραμείνουν ανταγωνιστικές, εξασφαλίζοντας την ανάπτυξή τους σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.